- φτενός
- Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα. Ανήκει στη συστάδα Κουνούπια. Βρίσκεται κοντά στην Αστυπάλαια.
* * *-ή, -ό / πτενός, -ή, -όν, ΝΜλεπτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτενός «διαφανής» (< πτενόν «φτερό»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτενός — ή, ό λεπτός: Φτενό ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
πτενός — ή, όν, Μ βλ. φτενός … Dictionary of Greek
φτενάδα — η, Ν μικρό πλακάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] … Dictionary of Greek
φτενοσιά — η, Ν το μέρος ή το σημείο όπου κάτι είναι λεπτό («το σανίδι έσπασε στην φτενοσιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός, κατά τα θηλ. σε σιά (πρβλ. ξεχα σιά, σιχα σιά)] … Dictionary of Greek
φτενόπετσος — η, ο, Ν λεπτόπετσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + πέτσα (πρβλ. χοντρό πετσος)] … Dictionary of Greek
φτενόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + φλούδα (πρβλ. λεπτό φλουδος)] … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό 1. λεπτός, λιανός, φτενός: Κόψε μου μια ψιλή φέτα ψωμί. 2. σχετικά με φωνή, οξύς, διαπεραστικός: Έχει μια ψιλή φωνούλα. 3. στη γραμματική, «ψιλά σύμφωνα» είναι τα σύμφωνα κ, π, τ που προφέρονται χωρίς πνοή αέρα. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)